- μεσοσχιδής
- μεσο-σχῐδής, ές,A divided in the middle, Thphr.HP3.11.1;
δονακῆες AP6.64
(Paul. Sil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δονακῆες AP6.64
(Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσοσχιδής — μεσοσχιδής, ές (Α) αυτός που είναι σχισμένος στη μέση, στα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + σχιδής (< θ. σχιδ τού σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, πολυ σχιδής] … Dictionary of Greek
μεσοσχιδῆ — μεσοσχιδής divided in the middle neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μεσοσχιδής divided in the middle masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μεσοσχιδής divided in the middle masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοσχιδέων — μεσοσχιδής divided in the middle masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek